σχολαρχείο

σχολαρχείο
και σκολαρχείο, το, Ν
ονομασία παλαιού τύπου τριτάξιου σχολείου μέσης εκπαίδευσης που αποτελούσε προβαθμίδα τού γυμνασίου, αλλ. ελληνικό σχολείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχολάρχης. Η λ., στον λόγιο τ. σχολαρχεῖον, μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σχολαρχείο — σχολαρχείο, το και σκολαρχείο, το παλιότερα τριτάξιο σχολείο στην Ελλάδα (ανώτερο από το δημοτικό σχολείο και κατώτερο από το γυμνάσιο) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρχείο — Στην αρχαιότητα ο όρος σήμαινε το μέρος όπου έδρευαν ή συνεδρίαζαν οι αρχές ή ακόμα και τις ίδιες τις αρχές (Αριστοτέλης). Αργότερα πήρε τη σημασία που έχει σήμερα, δηλαδή συλλογές δημόσιων ή ιδιωτικών εγγράφων καθώς και το μέρος όπου φυλάσσονται …   Dictionary of Greek

  • σχολείο — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”